- αμφισβητητικός
- -ή, -ό (Α ἀμφισβητητικός, -όν) [ἀμφισβήτητος]1. ο ικανός να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο2. αυτός που τού αρέσει να αμφισβητεί, εριστικός, φιλόνικος3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμφισβητητικήη τέχνη τής αμφισβήτησης4. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφισβητητικόνη επιχειρηματολογία.
Dictionary of Greek. 2013.