αμφισβητητικός

αμφισβητητικός
-ή, -ό (Α ἀμφισβητητικός, -όν) [ἀμφισβήτητος]
1. ο ικανός να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο
2. αυτός που τού αρέσει να αμφισβητεί, εριστικός, φιλόνικος
3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμφισβητητική
η τέχνη τής αμφισβήτησης
4. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφισβητητικόν
η επιχειρηματολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφισβητητικός — ή, ό αυτός που αγαπά τις αμφισβητήσεις, εριστικός: Άνθρωπος αμφισβητητικός όπως ήταν πρόβαλε αμέσως τις αντιρρήσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμφισβητητικόν — ἀμφισβητητικός fond of disputing masc acc sg ἀμφισβητητικός fond of disputing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητητικοῖς — ἀμφισβητητικός fond of disputing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητητικούς — ἀμφισβητητικός fond of disputing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητητικῆς — ἀμφισβητητικός fond of disputing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”